Οι ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις διαμορφώνουν ένα πεδίο συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή προστασία του καταναλωτή, σε σχέση τουλάχιστον με το αξιολογικά όμοιο πεδίο επενδυτικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες επενδυτικού χαρακτήρα συνοδεύονται από υποχρεώσεις προστασίας και πληροφόρησης του πελάτη, ακριβώς λόγω της πληροφοριακής ασυμμετρίας και διαπραγματευτικής ανισορροπίας που χαρακτηρίζει τις συναλλαγές αυτές. Ο ενωσιακός νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ζήτημα του ελλείμματος προστασίας του επενδυτή, έθεσε ένα ευρύ πλέγμα κανόνων με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ (MiFID), η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν 3606/2007 και εξειδικεύεται από τον Κώδικα Συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην προστασία του ιδιώτη επενδυτή, του οποίου ο σκοπός δεν είναι η συστηματική αναζήτηση κέρδους αλλά η ασφαλής τοποθέτηση ή η συγκέντρωση κεφαλαίου μέσω της επένδυσης. Όπως γίνεται δεκτό, οι κανόνες συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ ουσιαστικά αποτελούν εξειδίκευση της κατ’ ΑΚ 288 καλής πίστης στο πεδίο των επενδυτικών υπηρεσιών. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών γεννά ευθύνη της ΕΠΕΥ, λόγω μη τήρησης των παρεπόμενων υποχρεώσεων επιμέλειας και πληροφόρησης του επενδυτή.

Η ίδια ωστόσο, αν όχι μεγαλύτερη, ανάγκη προστασίας εντοπίζεται στις υπηρεσίες ασφαλιστικών προγραμμάτων που συνδέονται με επενδύσεις, όπου η απόδοση της επένδυσης, δηλαδή η αξία του ασφαλίσματος, εξαρτάται εξολοκλήρου ή εν μέρει από την αξία των μεριδίων με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι μονάδες που αποκτώνται από τον ασφαλισμένο. Συχνά μάλιστα, τα προϊόντα αυτά προτείνονται στους καταναλωτές ως εναλλακτικές επιλογές στις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ο λήπτης μίας τέτοιας ασφάλισης θα επιζητά συνήθως την ασφαλή τοποθέτηση του κεφαλαίου του, είτε αυτό είναι ένα εφάπαξ κεφάλαιο είτε ένα περιοδικά καταβαλλόμενο μέρος του ασφαλίστρου. Η προοπτική μεγαλύτερης συγκέντρωσης κεφαλαίου, σε σχέση με τις απλές αποταμιευτικές ασφαλίσεις ζωής, δεν αλλοιώνει τον αποταμιευτικό χαρακτήρα του επενδυτικού σκέλους της ασφάλισης. Εξάλλου, ενώ ο αποδέκτης επενδυτικών υπηρεσιών στοχευμένα αποζητά την επένδυση του κεφαλαίου του, ο λήπτης “unit-linked” ασφαλίσεων κινδυνεύει να καταστεί επενδυτής εν αγνοία του.

Οι συμβάσεις unit-linked θα έπρεπε, επομένως, να αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Έτσι, και στις συμβάσεις αυτές συνιστά παραβίαση της επιταγής της καλής πίστης η παράβαση των υποχρεώσεων α) πρόνοιας, τόσο προσυμβατικά όσο και κατά τη σύναψη και κατά τη διάρκεια της σύμβασης, μέσω προειδοποιήσεων ως προς τους κινδύνους, β) διαφώτισης (ασαφείς αναφορές στους επενδυτικούς κινδύνους, απουσία ενημέρωσης σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου προϊόντος, ενώ αντίθετα τονίζονται τα πλεονεκτήματά του) και γ) η παράλειψη διενέργειας ελέγχου καταλληλότητας, προτείνεται προϊόν άσχετο με τις ανάγκες του ασφαλισμένου, που συνήθως είναι η ασφαλής τοποθέτηση των κεφαλαίων του.

Αναγνωρίζοντας το έλλειμμα προστασίας στις ασφαλίσεις που συνδέονται με επενδύσεις, ο ενωσιακός νομοθέτης έχει κατευθυνθεί ήδη προς ένα νέο πλαίσιο κανόνων. Η Οδηγία 2016/97/ΕΕ (ενσωματώθηκε με το Ν.4583/2019) για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων, που αντικαθιστά την Οδηγία 2002/92/ΕΚ, αφενός περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αφετέρου διασφαλίζει υψηλότερο επίπεδο προστασίας στο πεδίο των ασφαλίσεων που συνδέονται με επενδύσεις, αντίστοιχο πλέον της MiFID II. Παράλληλα, σημαντικά κενά αναμένεται να καλύψει και ο Κανονισμός 1286/2014 (PRIIP), σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση.

Στην ελληνική έννομη τάξη, ο Κανονισμός Συμπεριφοράς των (Αντ)ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών της ΤτΕ, ο οποίος είναι σε εφαρμογή από το 2013, είχε εξειδικεύσει, ως ένα βαθμό, τις υποχρεώσεις επιμέλειας των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, θέτοντας πρότυπα ενημέρωσης και επαγγελματικής συμπεριφοράς, με ειδική αναφορά στις ασφαλίσεις που συνδέονται με επενδύσεις. Έτσι, κατά την παροχή πληροφοριών προς τον πελάτη, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες επενδυτικές επιλογές και ασφαλιστικές ανάγκες του, οι οικονομικές του δυνατότητες, όπως αυτές δηλώνονται από τον ίδιο και παρουσιάζονται στον υπάλληλο, καθώς και η ικανότητα κατανόησης των ειδικότερων όρων και κινδύνων του εκάστοτε προτεινόμενου ασφαλιστικού προϊόντος. Για να διασφαλιστεί η πιο αποτελεσματική διεξαγωγή του παραπάνω ελέγχου, κατά το προσυμβατικό στάδιο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ζητεί και καταγράφει σε ξεχωριστό «έντυπο αναγκών πελάτη», αναλυτικές πληροφορίες από τον πελάτη για να διευκρινίσει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του, μεταξύ των οποίων και τις τυχόν επενδυτικές, καθώς και την πρόθεσή του για την ανάληψη των σχετικών κινδύνων. Παράλληλα, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να ενημερώνεται προσυμβατικά για το αν μετακυλίεται στον ίδιο και σε ποιο βαθμό ο επενδυτικός κίνδυνος.

Οι ασφαλίσεις ζωής που συνδέονται με επενδύσεις διαμορφώνουν ένα πεδίο συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή προστασία του καταναλωτή, σε σχέση τουλάχιστον με το αξιολογικά όμοιο πεδίο επενδυτικών υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες επενδυτικού χαρακτήρα συνοδεύονται από υποχρεώσεις προστασίας και πληροφόρησης του πελάτη, ακριβώς λόγω της πληροφοριακής ασυμμετρίας και διαπραγματευτικής ανισορροπίας που χαρακτηρίζει τις συναλλαγές αυτές. Ο ενωσιακός νομοθέτης, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ζήτημα του ελλείμματος προστασίας του επενδυτή, έθεσε ένα ευρύ πλέγμα κανόνων με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ (MiFID), η οποία ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν 3606/2007 και εξειδικεύεται από τον Κώδικα Συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην προστασία του ιδιώτη επενδυτή, του οποίου ο σκοπός δεν είναι η συστηματική αναζήτηση κέρδους αλλά η ασφαλής τοποθέτηση ή η συγκέντρωση κεφαλαίου μέσω της επένδυσης. Όπως γίνεται δεκτό, οι κανόνες συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ ουσιαστικά αποτελούν εξειδίκευση της κατ’ ΑΚ 288 καλής πίστης στο πεδίο των επενδυτικών υπηρεσιών. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών γεννά ευθύνη της ΕΠΕΥ, λόγω μη τήρησης των παρεπόμενων υποχρεώσεων επιμέλειας και πληροφόρησης του επενδυτή.

Η ίδια ωστόσο, αν όχι μεγαλύτερη, ανάγκη προστασίας εντοπίζεται στις υπηρεσίες ασφαλιστικών προγραμμάτων που συνδέονται με επενδύσεις, όπου η απόδοση της επένδυσης, δηλαδή η αξία του ασφαλίσματος, εξαρτάται εξολοκλήρου ή εν μέρει από την αξία των μεριδίων με τα οποία είναι συνδεδεμένες οι μονάδες που αποκτώνται από τον ασφαλισμένο. Συχνά μάλιστα, τα προϊόντα αυτά προτείνονται στους καταναλωτές ως εναλλακτικές επιλογές στις συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Ο λήπτης μίας τέτοιας ασφάλισης θα επιζητά συνήθως την ασφαλή τοποθέτηση του κεφαλαίου του, είτε αυτό είναι ένα εφάπαξ κεφάλαιο είτε ένα περιοδικά καταβαλλόμενο μέρος του ασφαλίστρου. Η προοπτική μεγαλύτερης συγκέντρωσης κεφαλαίου, σε σχέση με τις απλές αποταμιευτικές ασφαλίσεις ζωής, δεν αλλοιώνει τον αποταμιευτικό χαρακτήρα του επενδυτικού σκέλους της ασφάλισης. Εξάλλου, ενώ ο αποδέκτης επενδυτικών υπηρεσιών στοχευμένα αποζητά την επένδυση του κεφαλαίου του, ο λήπτης “unit-linked” ασφαλίσεων κινδυνεύει να καταστεί επενδυτής εν αγνοία του.

Οι συμβάσεις unit-linked θα έπρεπε, επομένως, να αντιμετωπίζονται ως συμβάσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Έτσι, και στις συμβάσεις αυτές συνιστά παραβίαση της επιταγής της καλής πίστης η παράβαση των υποχρεώσεων α) πρόνοιας, τόσο προσυμβατικά όσο και κατά τη σύναψη και κατά τη διάρκεια της σύμβασης, μέσω προειδοποιήσεων ως προς τους κινδύνους, β) διαφώτισης (ασαφείς αναφορές στους επενδυτικούς κινδύνους, απουσία ενημέρωσης σχετικά με τα ειδικά χαρακτηριστικά του προτεινόμενου προϊόντος, ενώ αντίθετα τονίζονται τα πλεονεκτήματά του) και γ) η παράλειψη διενέργειας ελέγχου καταλληλότητας, προτείνεται προϊόν άσχετο με τις ανάγκες του ασφαλισμένου, που συνήθως είναι η ασφαλής τοποθέτηση των κεφαλαίων του.

Αναγνωρίζοντας το έλλειμμα προστασίας στις ασφαλίσεις που συνδέονται με επενδύσεις, ο ενωσιακός νομοθέτης έχει κατευθυνθεί ήδη προς ένα νέο πλαίσιο κανόνων. Η Οδηγία 2016/97/ΕΕ (ενσωματώθηκε με το Ν.4583/2019) για τη διανομή ασφαλιστικών προϊόντων, που αντικαθιστά την Οδηγία 2002/92/ΕΚ, αφενός περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αφετέρου διασφαλίζει υψηλότερο επίπεδο προστασίας στο πεδίο των ασφαλίσεων που συνδέονται με επενδύσεις, αντίστοιχο πλέον της MiFID II. Παράλληλα, σημαντικά κενά αναμένεται να καλύψει και ο Κανονισμός 1286/2014 (PRIIP), σχετικά με τα έγγραφα βασικών πληροφοριών που αφορούν συσκευασμένα επενδυτικά προϊόντα για ιδιώτες επενδυτές και επενδυτικά προϊόντα βασιζόμενα σε ασφάλιση.

Στην ελληνική έννομη τάξη, ο Κανονισμός Συμπεριφοράς των (Αντ)ασφαλιστικών Διαμεσολαβητών της ΤτΕ, ο οποίος είναι σε εφαρμογή από το 2013, είχε εξειδικεύσει, ως ένα βαθμό, τις υποχρεώσεις επιμέλειας των ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, θέτοντας πρότυπα ενημέρωσης και επαγγελματικής συμπεριφοράς, με ειδική αναφορά στις ασφαλίσεις που συνδέονται με επενδύσεις. Έτσι, κατά την παροχή πληροφοριών προς τον πελάτη, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ειδικότερες επενδυτικές επιλογές και ασφαλιστικές ανάγκες του, οι οικονομικές του δυνατότητες, όπως αυτές δηλώνονται από τον ίδιο και παρουσιάζονται στον υπάλληλο, καθώς και η ικανότητα κατανόησης των ειδικότερων όρων και κινδύνων του εκάστοτε προτεινόμενου ασφαλιστικού προϊόντος. Για να διασφαλιστεί η πιο αποτελεσματική διεξαγωγή του παραπάνω ελέγχου, κατά το προσυμβατικό στάδιο, ο ασφαλιστικός διαμεσολαβητής ζητεί και καταγράφει σε ξεχωριστό «έντυπο αναγκών πελάτη», αναλυτικές πληροφορίες από τον πελάτη για να διευκρινίσει τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του, μεταξύ των οποίων και τις τυχόν επενδυτικές, καθώς και την πρόθεσή του για την ανάληψη των σχετικών κινδύνων. Παράλληλα, ο ασφαλισμένος θα πρέπει να ενημερώνεται προσυμβατικά για το αν μετακυλίεται στον ίδιο και σε ποιο βαθμό ο επενδυτικός κίνδυνος.

Διαβάστε σχετικό Σχόλιο στην απόφαση ΜΠρΑθ 1285/2016, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίκαιο Επιχειρήσεων & Εταιριών 2017, 391 επ.:

ΜΠρΑθ 1285_2016 [Σύμβαση ασφάλισης ζωής Unit-Linked] (παρατ. Β. Τσιαφούτης)