Τραπεζικό Δίκαιο

Επικοινωνηστε μαζι μας

- Οι αυξημένες υποχρεώσεις επιμέλειας των τραπεζών απέναντι στους πελάτες τους

Το Ειρηνοδικείο Αθηνών, με την απόφασή με αριθ. 2129/2019, δικαίωσε καταναλωτή σε αγωγή του κατά τράπεζας, επειδή η τελευταία παράνομα απέδωσε ένα μέρος της ακατάσχετης σύνταξής του στο Δημόσιο, επιδικάζοντας αποζημίωση για ηθική βλάβη ύψους 3.000 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, ο συγκεκριμένος καταναλωτής, ο οποίος έχει αναπηρία λόγω προβλημάτων υγείας, διατηρούσε ένα ακατάσχετο τραπεζικό λογαριασμό, όπου γινόταν η κατάθεση της σύνταξής του. Μέσα στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων, διαπίστωσε ότι η τράπεζα είχε παράνομα αποδώσει στο Δημόσιο, στο οποίο είχε οφειλές, ένα μέρος της σύνταξής του και συγκεκριμένα ένα ποσό περίπου 220 ευρώ.

Μετά από επανειλημμένες προσπάθειες (είτε με επισκέψεις στο κατάστημα της τράπεζας είτε με επιστολές, ακόμη και με τη συνδρομή της ένωσης καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ), η τράπεζα αποκρίθηκε ότι το ποσό αυτό είχε εκ παραδρομής αποδοθεί στην αρμόδια ΔΟΥ και αρνήθηκε να το επιστρέψει στον καταθέτη, “νίπτοντας τας χείρας της”.

Επιπλέον, για λόγους που αφορούν τη δική της οργανωτική δομή, στέρησε για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον καταναλωτή τη δυνατότητα ανάληψης της σύνταξής του από το ΑΤΜ, με τη χρήση χρεωστικής κάρτας, αναγκάζοντας έναν άνθρωπο με αναπηρία να περιμένει στην ουρά για να εξυπηρετηθεί από το ταμείο, για μια συναλλαγή τόσο απλή όσο είναι πλέον η ανάληψη μετρητών.

Το Δικαστήριο καταρχάς έκρινε ότι η παραπάνω συμπεριφορά παραβίασε την αρχή της καλής πίστης και τις οργανωτικές υποχρεώσεις που έχουν οι τράπεζες απέναντι στους πελάτες τους. Έτσι, την υποχρεώνει πρώτα απ’ όλα να καταβάλει στον καταναλωτή το παραπάνω παράνομα κατασχεθέν ποσό.

Πράγματι, όπως γίνεται δεκτό, οι τράπεζες έχουν την υποχρέωση να μεριμνούν για την προστασία των συμφερόντων των πελατών τους ενεργώντας κατάλληλα, προειδοποιώντας τους σχετικά ή παραλείποντας ενέργειες που μπορούν να βλάψουν τα συμφέροντά τους. Στο πλαίσιο της σχέσης εμπιστοσύνης που έχουν οι τράπεζες με τους πελάτες τους, υποχρεούνται να έχουν καλή εσωτερική οργάνωση, ώστε να μη διαψεύδεται η εμπιστοσύνη του καταναλωτή και να διασφαλίζονται τα συμφέροντά του. Εξάλλου, οι τράπεζες διαδραματίζουν και δημόσιο ρόλο, αφού από τη λειτουργία της σύμβασης λογαριασμού καταθέσεων προκύπτει ότι σκοπός της σύμβασης δεν είναι η φύλαξη των χρημάτων κατά τη φυσική τους υπόσταση, αλλά η διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης του καταθέτη.

Με άλλα λόγια, οι τράπεζες δεν είναι μικρές επιχειρήσεις της γειτονιάς, αλλά μεγάλοι οργανισμοί, η λειτουργία των οποίων έχει σημαντικές κοινωνικές συνέπειες. Επομένως, πρέπει να λειτουργούν με αυξημένες υποχρεώσεις και καθήκοντα πληροφόρησης, επιμέλειας και προστασίας απέναντι στους πελάτες τους.

Τις υποχρεώσεις αυτές παραβίασε η τράπεζα στη συγκεκριμένη περίπτωση:

α. Παράνομα απέδωσε μέρος της ακατάσχετης σύνταξης στο Δημόσιο, διαψεύδοντας την εύλογη πεποίθηση του πελάτη της ότι η εσωτερική οργάνωση, η εκπαίδευση και η εποπτεία των υπαλλήλων της θα διασφάλιζαν τη διαφύλαξη των συμφερόντων του έναντι τρίτων πιστωτών του. Η εκ παραδρομής απόδοση του ποσού αυτού κλόνισε την προσδοκία του ότι η τράπεζα προστατεύει τις καταθέσεις του.

β. Παραβίασε το καθήκον της για πληροφόρηση. Παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες του καταναλωτή, η τράπεζα αρχικά απέφευγε να απαντήσει στα αιτήματά του και τελικά, έξι μήνες μετά τη δέσμευση, αρκέστηκε να ζητήσει από τη ΔΟΥ την επιστροφή του ποσού στο λογαριασμό. Στην πραγματικότητα, η τράπεζα μετακύλησε στον καταναλωτή το κόστος της δικής της αντισυμβατικής και αντισυναλλακτικής συμπεριφοράς.

γ. Ανάγκασε τον καταναλωτή, άνθρωπο με αναπηρία, να επισκέπτεται κάθε εβδομάδα (λόγω capital controls) το κατάστημα, προκειμένου να αναλαμβάνει τη σύνταξή του.

Έτσι λειτουργώντας η τράπεζα, προσέβαλε την προσωπικότητα του καταναλωτή με διττό τρόπο: τόσο ως καταθέτη, που της εμπιστεύτηκε το πενιχρό εισόδημά του όσο και ως ανθρώπου που, αν και με κλονισμένη υγεία, που επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς της, υποχρεώθηκε να βρει το δίκιο του δικαστικά. Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο με την απόφασή αυτή την υποχρεώνει να καταβάλει στον πελάτη της το ποσό των 3.000 ευρώ, προκειμένου να αποκατασταθεί η ηθική βλάβη που υπέστη.

Ιδίως τα τελευταία έτη, που ακούμε και διαβάζουμε συνεχώς πόσο σημαντικό ρόλο επιτελούν οι τράπεζες για την οικονομία, η σημασία της απόφασης έγκειται βασικά στο ότι υπενθυμίζει ότι οι τράπεζες επιτελούν ρόλο και για την κοινωνία. Επομένως, δεν έχουν μόνο δικαιώματα, όπως διαρκώς τονίζεται στο δημόσιο διάλογο. Έχουν και υποχρεώσεις. Και πιο σωστά, έχουν κυρίως υποχρεώσεις. Και οφείλουν να παρέχουν λύσεις στους καταναλωτές, να τους ενημερώνουν με διαφάνεια, να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και να τους αποζημιώνουν, όταν παραβιάζουν τις υποχρεώσεις αυτές.

- Τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο

Ελάχιστα νομικά ζητήματα έχουν απασχολήσει σε τέτοια έκταση τα δικαστήρια, όσο η αντιμετώπιση των δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο. Η σοβαρότητα του προβλήματος αναδεικνύεται και μόνο αν αναλογιστεί κανείς ότι χορηγήθηκαν τέτοιου είδους δάνεια σε 70.000 χιλιάδες οφειλέτες, πολλοί από τους οποίους είδαν, εκτός από την ισοτιμία του ευρώ με το ελβετικό φράγκο, τα εισοδήματά τους να καταβαραθρώνονται.

Η τάση των δικαστηρίων φαίνεται μοιρασμένη. Σε νομικό επίπεδο, έχουν μεταξύ άλλων προταθεί η ακυρότητα των εν λόγω συμβάσεων, το παράνομο της χορήγησης σε συνάλλαγμα κ.α., ωστόσο οι βασικότεροι λόγοι για τους οποίους γίνονται δεκτές σχετικές αγωγές δανειοληπτών είναι δύο, με τον πρώτο να καθορίζει τη συντριπτική πλειοψηφία των θετικών αποφάσεων: πρώτον, οι όροι που προβλέπουν την πληρωμή των δόσεων και του κεφαλαίου σε ξένο νόμισμα είναι άκυροι ως καταχρηστικοί (θα εξηγήσουμε αμέσως παρακάτω) και δεύτερον, οι συμβάσεις πρέπει να αναδιαμορφωθούν με βάση την αρχή της καλής πίστης.

Η καταχρηστικότητα των επίμαχων ΓΟΣ

Ο πρώτος λόγος, ως νομική βάση των αγωγών, έχει ως εξής. Στις δανειακές συμβάσεις, όπως και σε όλες τις συμβάσεις που συνάπτουν καταναλωτές με προμηθευτές, υπάρχουν γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ). Επειδή κατά κανόνα οι καταναλωτές βρίσκονται στην αδύναμη θέση σε σχέση με τον προμηθευτή, πολύ περισσότερο αν ο τελευταίος είναι τράπεζα, η νομοθεσία προβλέπει ότι οι ΓΟΣ πρέπει να ελέγχονται από τα δικαστήρια, ακόμα και αν έχει συμφωνήσει με την υπογραφή του ο καταναλωτής το περιεχόμενό τους. Επειδή δηλαδή ο καταναλωτής συνήθως δεν έχει τη δυνατότητα να ελέγξει πριν την υπογραφή της σύμβασης το περιεχόμενό τους, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα ενός τέτοιου ελέγχου.

Στις συμβάσεις, λοιπόν, δανείων σε ελβετικό φράγκο, υπάρχει ένας όρος (ΓΟΣ) που προβλέπει ότι η πληρωμή των μηνιαίων δόσεων ή και του κεφαλαίου (σε περίπτωση πχ. πρόωρης εξόφλησης) θα γίνεται είτε σε ευρώ είτε σε ελβετικό φράγκο, με την εκάστοτε ισοτιμία που ισχύει κατά το χρόνο της πληρωμής. Ουσιαστικά, με τον όρο αυτό μετακυλίεται εξολοκλήρου ο συναλλαγματικός κίνδυνος στον καταναλωτή. Αυτό γίνεται επειδή αν ο τελευταίος δεν έχει αποταμιεύσεις σε ελβετικά φράγκα, θα πρέπει κάθε μήνα να αγοράζει από την τράπεζα ελβετικά φράγκα, πουλώντας ευρώ (στοιχείο που αποκρύπτεται στις συμβάσεις και παρέχει τη δυνατότητα στις τράπεζες να κερδοσκοπούν, μεταξύ άλλων και από την τιμή πώλησης και αγοράς νομισμάτων). Αν αλλάξει η ισοτιμία υπέρ του ελβετικού φράγκου, τότε ο καταναλωτής θα πρέπει να πωλήσει περισσότερα ευρώ για να αγοράσει όσα ελβετικά φράγκα χρειάζεται για την αποπληρωμή της δόσης.

Είναι, λοιπόν, αυτός ο όρος δίκαιος; Καταρχάς, το βασικότερο πρόβλημα του όρου αυτού δεν είναι τι λέει αλλά τι δε λέει. Διότι, όπως έχει κριθεί ήδη από δεκάδες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων αλλά και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να είναι δίκαιος ένας τέτοιος όρος, θα πρέπει ο δανειολήπτης να καταλαβαίνει με σαφήνεια τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνει. Θα πρέπει να κατανοεί ότι το δάνειο που έλαβε δεν είναι όπως όλα τα άλλα, γιατί η αποπληρωμή του εξαρτάται από ένα στοιχείο εκτός του ελέγχου του: το συναλλαγματικό κίνδυνο.

Ο αντίλογος συχνά είναι ότι “είναι γνωστό σε όλους τι είναι η συναλλαγματική ισοτιμία”. Καταρχάς, ανεξάρτητα από τις ευθύνες των τραπεζών ως προς τις πρακτικές προώθησης των εν λόγω προϊόντων στους καταναλωτές, ένα πρώτο ζήτημα είναι αν όφειλαν να προβλέψουν ότι θα επέλθει μια τέτοια σφοδρή διατάραξη της ισοτιμίας. Η απάντηση ενδεχομένως να είναι όχι, αν και υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για το αντίθετο. Όφειλαν, όμως, να ενημερώσουν ότι δεν αποκλείεται να επέλθει και μια τέτοια διατάραξη και να δώσουν μάλιστα και σχετικά παραδείγματα, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί ο δανειολήπτης τι επιπτώσεις θα είχε μια τέτοια μεταβολή τόσο στις δόσεις όσο και στο κεφάλαιο.

Το δεύτερο και βασικότερο ζήτημα είναι αν είναι τόσο δύσκολο να κατανοήσει κανείς τι είναι συναλλαγματική ισοτιμία. Η απάντηση είναι απλή. Το πρόβλημα δεν είναι αν οι δανειολήπτες που σύναπταν τέτοιες συμβάσεις ήξεραν τι είναι η ισοτιμία, αλλά πώς αυτή λειτουργεί και πως θα την προσέγγιζαν, ώστε να είναι σε θέση να λαμβάνουν κάθε στιγμή τις σωστές αποφάσεις σχετικά με το δάνειο τους. Διότι η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας εξαρτάται από πολλούς και δύσκολα προσεγγίσιμους από τον καταναλωτή παράγοντες (π.χ. τις ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές-οικονομικές συνθήκες, τον πληθωρισμό, τα κρατικά ισοζύγια πληρωμών, τα κρατικά ελλείμματα, το είδος των προσφερόμενων προϊόντων και υπηρεσιών σε κάθε κράτος, τις παρεμβάσεις των Κεντρικών Τραπεζών, τα επιτόκια των καταθέσεων, το κρατικό χρέος, το μέσο εισόδημα, το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, τις προσδοκίες του κοινού κ.α.). Στα περισσότερα από τα μεγέθη αυτά, όμως, ο μέσος καταναλωτής έχει δύσκολη ή καθόλου πρόσβαση. Ενημερώθηκε άραγε κανείς δανειολήπτης σχετικά με όλα τα παραπάνω, ώστε σε κάθε στιγμή να είναι δυνατό να ληφθούν ορθολογικές αποφάσεις (όπως πχ. η μετατροπή του δανείου σε ευρώ προκειμένου να προλάβει την επερχόμενη ζημία);

Στο σημείο αυτό, στη συζήτηση εμφιλοχωρεί ένα νέο ερώτημα: συνιστούν τα δάνεια αυτά επενδυτικά προϊόντα; Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απάντησε αρνητικά. Ωστόσο δεν έχει καμία σημασία αν είναι επενδυτικά προϊόντα ή όχι. Το πρόβλημα αυτών των δανείων είναι ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν “κανονικά” στεγαστικά δάνεια. Η εξέλιξή τους εξαρτάται από στοιχεία απρόσιτα στο μέσο καταναλωτή, και το στοιχείο αυτό αρκεί για να χτυπήσει το καμπανάκι της αυξημένης ενημέρωσης και προστασίας του. Στις επενδύσεις, ο επενδυτής επενδύει το κεφάλαιό του. Στα δάνεια σε συνάλλαγμα, ο δανειολήπτης επενδύει το χρέος του. Το θέμα είναι κατά πόσο θέλησε πράγματι να “τζογάρει” πάνω σε ένα τόσο σημαντικό ζήτημα, όπως η απόκτηση στέγης.

Ένα τρίτο ζήτημα της εξεταζόμενης νομικής βάσης είναι το εξής. Υπάρχει στον Αστικό μας Κώδικα μία διάταξη (άρθρο 291), που εκ πρώτης όψεως φαίνεται να έχει περιεχόμενό που συμπίπτει ή έστω μοιάζει πολύ με το περιεχόμενο των όρων αυτών. Το θέμα αυτό ταλαιπώρησε πολύ και την επιστήμη και τα δικαστήρια και αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους λόγους απόρριψης των αγωγών. Τελικά, η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έκρινε ότι ο επίμαχος όρος δεν μπορεί να εξεταστεί αν είναι καταχρηστικός, καθώς απηχεί το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ.

Ωστόσο ορθότερη άποψη είναι η αντίθετη, την οποία υιοθέτησε η μειοψηφία της Ολομέλειας. Θα περιοριστούμε να επικαλεστούμε την πολύ σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Andriciuc vs Banca Romaneasca (C-186/16), στην οποία ασχολήθηκε με όρο σε σύμβαση στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο που φαίνεται να επαναλαμβάνει διάταξη του ρουμανικού Αστικού Κώδικα. Και το Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμα και σε έναν τέτοιον όρο, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει α) κατά πόσον πράγματι ταιριάζει η διάταξη του Αστικού Κώδικα στην επίδικη περίπτωση και β) αν πληρούνται οι προϋποθέσεις διαφάνειας και ενημέρωσης, ώστε ο καταναλωτής “να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις”. Εδώ μπορείτε να διαβάσετε (λινκ σχολιασμού σε απόφαση ΑΠ) για ποιους λόγους η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις συμβάσεις καταναλωτών με τράπεζες για χορήγηση δανείων σε ελβετικό φράγκο.

Η παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και η αναμόρφωση των συμβάσεων

Αίζει να αναφερθούμε και στο δεύτερο σημαντικό λόγο (νομική βάση) για τη δικαίωση των δανειοληπτών στα δικαστήρια. Δυστυχώς, δεν έχει τύχει της προσοχής που του αξίζει, παρά το γεγονός ότι έχει αποτελέσει τη βάση της 17.9.2015 Πρότασης Συνηγόρου του Καταναλωτή για τη διευθέτηση των διαφορών μεταξύ δανειοληπτών και τραπεζών. Με βάση λοιπόν το σκεπτικό της νομικής αυτής βάσης, προκειμένου να αποκατασταθεί η ανισορροπία της σύμβασης εις βάρος του καταναλωτή, που οφείλεται στην έλλειψη ενημέρωσης και προστασίας από τις τράπεζες, το δικαστήριο μπορεί να προσαρμόσει την οφειλή ώστε να ανταποκρίνεται στην αρχή της καλής πίστης. Πράγματι, αν ο καταναλωτής είχε ενημερωθεί με επιμέλεια και έμφαση (και όχι με γενικότητες) σχετικά με τους κινδύνους που επρόκειτο να αναλάβει, θα επέλεγε να “τζογάρει” με τη συναλλαγματική ισοτιμία ή να λάβει δάνειο σε ευρώ; Αν αναλογιστούμε τις γνώσεις και την πρόσβαση των καταναλωτών στην αγορά συναλλάγματος, καθώς και το γεγονός ότι ανέλαβαν τα δάνεια αυτά για να αγοράσουν την οικογενειακή τους κατοικία, η απάντηση είναι προφανής. Θα επέλεγαν δάνειο σε ευρώ και για το λόγο αυτό οι συμβάσεις αυτές πρέπει να επανα-υπολογιστούν, ως εάν να είχαν αναληφθεί σε ευρώ και όχι σε ελβετικό φράγκο. Μόνο έτσι θα υπήρχε πραγματική αποκατάσταση της συμβατικής ισορροπίας.

Σχόλιο σε απόφαση του Εφετείου Πειραιά σχετικά με την καταχρηστικότητα ΓΟΣ σε σύμβαση ελβετικού φράγκου

10_EllDni_59.2_EfPeir_791_2017_Efeteion

- Η προστασία των μισθών, συντάξεων και λογαριασμών από τις κατασχέσεις

Το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τους ακατάσχετους λογαριασμούς διαφέρει ανάλογα με το πρόσωπο του πιστωτή. Έτσι, άλλες διατάξεις ισχύουν για χρέη προς το δημόσιο με την ευρεία έννοια και άλλες για χρέη προς ιδιώτες.

Στην περίπτωση των οφειλών προς το δημόσιο, το ακατάσχετο των μισθών, συντάξεων και ασφαλιστικών παροχών εξαρτάται από το ποσό που κατατίθεται στο λογαριασμό. Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων, ποσά μέχρι 1.000€ είναι ακατάσχετα, ενώ για ποσά από 1.000€ έως 1.500€, το δημόσιο μπορεί να κατάσχει το ήμισυ του ποσού που ξεπερνάει τα 1.000€. Δηλαδή, αν ο μισθός ανέρχεται σε 1.500 ευρώ, το δημόσιο μπορεί να κατάσχει το μισό των 500€ ευρώ, δηλαδή 250€. Για ποσά μεγαλύτερα των 1.500€, κατάσχεση μπορεί να γίνει σε όλο το ποσό που ξεπερνάει τα 1.500€.

Επιπλέον, ανεξάρτητα από την πηγή των αποταμιεύσεων, αν δηλαδή προέρχονται από μισθούς ή συντάξεις, κάθε οφειλέτης μπορεί να δηλώσει ηλεκτρονικά ένα λογαριασμό καταθέσεων, ατομικό ή κοινό, για τον οποίον ισχύει ακατάσχετο μέχρι του ποσού των 1.250€. Επισημαίνεται όμως ότι το ακατάσχετο του λογαριασμού δεν προστίθεται στους ακατάσχετους μισθούς και συντάξεις, καθώς ο οφειλέτης που λαμβάνει μισθό ή σύνταξη πρέπει να δηλώσει ως ακατάσχετο λογαριασμό εκείνον όπου κατατίθεται ο μισθός ή η σύνταξη και δε δικαιούται επιπλέον ακατάσχετο ποσό ύψους 1.250€.

Διαφορετικές προβλέψεις ισχύουν για οφειλές σε ιδιώτες, δηλαδή συνήθως τράπεζες. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 982 του ΚΠολΔ, οι μισθοί, οι συντάξεις και οι ασφαλιστικές παροχές που κατατίθενται σε τραπεζικούς λογαριασμούς προστατεύονται από την κατάσχεση εξ ολοκλήρου, ανεξάρτητα από το ύψος τους. Παράλληλα, προβλέπεται ακατάσχετο καταθέσεων σε λογαριασμούς, ύψους 1.500€ για ατομικό λογαριασμό και 2.000€ για κοινό λογαριασμό. Και στην περίπτωση αυτή ο λογαριασμός αυτός πρέπει να δηλωθεί στην τράπεζα όπου υπάρχουν οφειλές και εφόσον σε αυτόν κατατίθενται οι μισθοί και συντάξεις, τότε μόνο ο λογαριασμός όπου αυτές κατατίθενται μπορεί να δηλωθεί.

Σε σχέση με τα παραπάνω, πρέπει να γίνουν ορισμένες επισημάνσεις:

1. Για το δημόσιο προβλέπεται ακατάσχετο ακόμα και αν συσσωρευθούν μισθοί ή συντάξεις σε ένα λογαριασμό (πχ. επειδή ο οφειλέτης δεν μπόρεσε λόγω κάποιου προβλήματος να αναλάβει τα ποσά). Αντίθετα, όπως γίνεται δεκτό, για τους ιδιώτες και τις τράπεζες αυτό δεν ισχύει, καθώς προστατεύεται μόνο ο μισθός ή σύνταξη που καταβάλλεται κάθε μήνα (ή 15ήμερο). Αν επομένως ο οφειλέτης κάποιο μήνα δεν αναλάβει το μισθό του από το λογαριασμό και κατατεθεί και ο μισθός του επόμενου μήνα, τότε θα κινδυνεύσει από κατάσχεση για το επιπλέον του ενός μισθού ποσό.

2. Όσον αφορά στις τράπεζες, ό,τι ισχύει για την κατάσχεση ισχύει και για το συμψηφισμό απαιτήσεων από μισθούς κτλ. βάσει συμβατικού όρου. Ακόμα δηλαδή και αν προβλέπεται από τη σύμβαση ότι η τράπεζα έχει τη δυνατότητα να συμψηφίζει μονομερώς ληξιπρόθεσμα χρέη με καταθέσεις του οφειλέτη, αυτό πρέπει να γίνεται στα όρια που διαγράφονται παραπάνω, δηλαδή όχι για μισθούς, συντάξεις και ασφαλιστικές παροχές. Μόνη εξαίρεση σε αυτό αποτελεί το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο βάσει νόμου μπορεί να παρακρατεί τις μηνιαίες δόσεις από τους μισθούς ή συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων μέχρι τα 3/10.

3. Όπως αναφέρθηκε, μπορεί να δηλωθεί ένας ακατάσχετος λογαριασμός είτε στο δημόσιο είτε σε τράπεζες, με συγκεκριμένα όρια προστασίας. Αν ο οφειλέτης είναι μισθωτός ή συνταξιούχος, τότε μπορεί να δηλώσει μόνο το λογαριασμό μισθοδοσίας ή το συνταξιοδοτικό λογαριασμό. Στην ουσία, η πρόβλεψη αυτή αφορά κυρίως τους μη μισθωτούς επαγγελματίες ή όσους έχουν εισόδημα από άλλες πηγές, προκειμένου να είναι δυνατό να διατηρούν ένα στοιχειώδες ποσό ως κατάθεση, για την κάλυψη των αναγκών τους. Ο μισθός και η σύνταξη προστατεύονται είτε δηλωθεί ο λογαριασμός είτε όχι. Ωστόσο, επειδή πάντα υπάρχει ο κίνδυνος λαθών από τις τράπεζες όπου διατηρούνται οι λογαριασμοί, είναι αναγκαίο και οι μισθωτοί και συνταξιούχοι που έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές να δηλώνουν τον ακατάσχετο λογαριασμό (μισθοδοσίας ή συνταξιοδοτικό) τόσο στο δημόσιο όσο και στις τράπεζες.